περιεκτικοῦ

περιεκτικοῦ
περιεκτικός
containing
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιεκτικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού περιεκτικού 2. η αναλογία στην οποία κάτι βρίσκεται ανάμικτο με κάτι άλλο («η περιεκτικότητα τού μεταλλεύματος σε άργυρο») 3. φρ. «περιεκτικότητα σε υγρασία» η ποσότητα τού νερού σε υγρά μορφή ή σε κατάσταση υδρατμών που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”